- μετριακός
- μετριακός, -ή, -όν (Α) [μέτριος]μέτριος, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («μετριακὴ ὕπαρξις», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… … Dictionary of Greek